bn:00076119n
Noun Concept
Categories: Συστατικά τροφίμων, Πρόσθετα τροφίμων, Άλευρα, Ψωμιά
EL
ταπιόκα  άμυλο ταπιόκαζ  casabe  αλεύρι ταπιόκα
EL
Η Ταπιόκα, είναι ένα άμυλο το οποίο εξάγεται από τη ρίζα της κασάβα. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Η Ταπιόκα, είναι ένα άμυλο το οποίο εξάγεται από τη ρίζα της κασάβα. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations