bn:00076774n
Noun Concept
EL
αχυροσκεπή  thatch  thatching  αχυρένια στέγη  ψάθινη οροφή
EL
Η σκεπή που είναι κατασκευασμένη από άχυρο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η σκεπή που είναι κατασκευασμένη από άχυρο Greek Open Multilingual WordNet
DERIVATION
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations