bn:00076877n
Noun Concept
Categories: Θερμόμετρα, Θερμότητα, Θερμοκρασία, Θερμοχημεία
EL
θερμόμετρο  θερμοσκόπιο  αισθητήρα θερμοκρασίας  θερμόμετρα
EL
Όργανο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας, που η λειτουργία του στηρίζεται στη θερμική διαστολή ενός υγρού ή αερίου, που περιέχεται σε ένα διαφανή σωλήνα με χαραγμένη μία θερμομετρική κλίμακα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Όργανο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας, που η λειτουργία του στηρίζεται στη θερμική διαστολή ενός υγρού ή αερίου, που περιέχεται σε ένα διαφανή σωλήνα με χαραγμένη μία θερμομετρική κλίμακα Greek Open Multilingual WordNet
Θερμόμετρα ονομάζονται γενικά τα όργανα μέτρησης της θερμοκρασίας των διαφόρων σωμάτων. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations