bn:00077103n
Noun Concept
EL
τσίχλα  κίχλη  τσίχλες
EL
Μικρό εντομοφάγο ωδικό πτηνό με στητό παράστημα, πυρρόξανθο ή καστανό πάνω μέρος και υπόλευκο κάτω, διάστικτο με σκούρες κηλίδες συνήθως στο στήθος και στα πλευρά Greek Open Multilingual WordNet
English:
bird
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό εντομοφάγο ωδικό πτηνό με στητό παράστημα, πυρρόξανθο ή καστανό πάνω μέρος και υπόλευκο κάτω, διάστικτο με σκούρες κηλίδες συνήθως στο στήθος και στα πλευρά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
Wikidata Alias
Wikipedia Translations