bn:00077585n
Noun Concept
Categories: Παραγωγή, Εργαλεία
EL
εργαλείο  εργαλεία
EL
Αντικείμενο που χρησιμοποιείται στην εκτέλεση εργασίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αντικείμενο που χρησιμοποιείται στην εκτέλεση εργασίας Greek Open Multilingual WordNet
Με τον όρο εργαλείο εννοείται μια συσκευή που παρέχει φυσική ή νοητική υποστήριξη στην εκπλήρωση ενός έργου, τεχνικού ή άλλου. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Translations