bn:00077608n
Noun Concept
EL
κορυφή  άνω μέρος  άνω πλευρά
EL
Το υψηλότερο, σε σχέση με τη βάση του, σημείο ή τμήμα ενός πράγματος, όταν το εξετάζουμε ως προς την κατακόρυφη διάστασή του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το υψηλότερο, σε σχέση με τη βάση του, σημείο ή τμήμα ενός πράγματος, όταν το εξετάζουμε ως προς την κατακόρυφη διάστασή του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary