bn:00077657n
Noun Concept
EL
δαυλός  πυρσός  δάδα  δάδες  φακό
EL
Ονομασία για φορητά φωτιστικά αντικείμενα, ιδίως για αναμμένο κομμάτι από δαδί ή ξύλο ή κατασκευή που περιέχει εύφλεκτο υλικό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ονομασία για φορητά φωτιστικά αντικείμενα, ιδίως για αναμμένο κομμάτι από δαδί ή ξύλο ή κατασκευή που περιέχει εύφλεκτο υλικό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Translations