bn:00077847n
Noun Concept
EL
ερπυστριοφόρο όχημα  ερπυστριοφόρα οχήματα  ερπυστριοφόρος τρακτέρ  ερπύστριες  τρακτέρ κάμπια
EL
Όχημα που φέρει ερπύστριες και κινείται πάνω σε ράγες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources