bn:00078063n
Noun Concept
EL
εγκάρσιο κόλον  εγκάρσια άνω και κάτω τελεία
EL
Το τμήμα του παχέος εντέρου που διελαύνει εγκάρσια το ανώτερο μέρος της κοιλίας και ενώνει το ανιόν με το κατιόν κόλον Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το τμήμα του παχέος εντέρου που διελαύνει εγκάρσια το ανώτερο μέρος της κοιλίας και ενώνει το ανιόν με το κατιόν κόλον Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations