bn:00078319n
Noun Concept
EL
μαστούρωμα
EL
(λαϊκά) παραισθησιακή κατάσταση που οφείλεται σε χρήση ναρκωτικών ουσιών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(λαϊκά) παραισθησιακή κατάσταση που οφείλεται σε χρήση ναρκωτικών ουσιών Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet