bn:00078346n
Noun Concept
EL
τρίποδο  τρίποδας
EL
Αντικείμενο με τρία πόδια που χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα κάποιου άλλου αντικειμένου Greek Open Multilingual WordNet
English:
astronomy
photography
Definitions
Relations
Sources
EL
Αντικείμενο με τρία πόδια που χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα κάποιου άλλου αντικειμένου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations