bn:00078520n
Noun Concept
EL
σωλήνας  σωλήνα  σωλήνωση
EL
Κυλινδρικός, κοίλος και επιμήκης αγωγός, με σχετικά λεπτά τοιχώματα σε σχέση με τη διάμετρό του, που χρησιμοποιείται κυρίως για τη διοχέτευση υγρών και αερίων Greek Open Multilingual WordNet
English:
material
fluid conveyance
Definitions
Relations
Sources
EL
Κυλινδρικός, κοίλος και επιμήκης αγωγός, με σχετικά λεπτά τοιχώματα σε σχέση με τη διάμετρό του, που χρησιμοποιείται κυρίως για τη διοχέτευση υγρών και αερίων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations