bn:00078606n
Noun Concept
Categories: Σήραγγες, Οδικό δίκτυο
EL
σήραγγα  τούνελ  tunel  cut-and-cover  οδική σήραγγα
EL
Υπόγεια διάβαση που διευκολύνει το πέρασμα αυτοκινητοδρόμου ή σιδηροδρομικής γραμμής κάτω από βουνό, κατοικημένη ή θαλάσσια περιοχή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Υπόγεια διάβαση που διευκολύνει το πέρασμα αυτοκινητοδρόμου ή σιδηροδρομικής γραμμής κάτω από βουνό, κατοικημένη ή θαλάσσια περιοχή Greek Open Multilingual WordNet
Μία σήραγγα είναι ένα υπόγειο πέρασμα. Wikipedia
Υπόγεια διάβαση που διευκολύνει το πέρασμα αυτοκινητόδρομου ή σιδηροδρομικής γραμμής κάτω από βουνό, κατοικημένη ή θαλάσσια περιοχή Wikipedia Disambiguation