bn:00079031n
Noun Concept
EL
ανατροπή
EL
Μία πράξη που αναιρεί μία προηγούμενη και τη θέτει εκτός λειτουργίας (σαν να μην είχε εφαρμοστεί) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μία πράξη που αναιρεί μία προηγούμενη και τη θέτει εκτός λειτουργίας (σαν να μην είχε εφαρμοστεί) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet