bn:00079107n
Noun Concept
EL
μονάδα
EL
Κάθε χωριστό στοιχείο ενός συνόλου που έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί αυτόνομα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε χωριστό στοιχείο ενός συνόλου που έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί αυτόνομα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations