bn:00079213n
Noun Concept
EL
ανειδίκευτος  ανειδίκευτου πρόσωπο
EL
Άτομο που δεν έχει εξειδικευμένες γνώσεις σε κάποιον τομέα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Άτομο που δεν έχει εξειδικευμένες γνώσεις σε κάποιον τομέα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations