bn:00079554n
Noun Concept
EL
βανίλια  εκχύλισμα βανίλιας
EL
Ο ομώνυμος καρπός του φυτού που χρησιμοποιείται κυρίως στη ζαχαροπλαστική Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο ομώνυμος καρπός του φυτού που χρησιμοποιείται κυρίως στη ζαχαροπλαστική Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations