bn:00079589n
Noun Concept
EL
εκτροπή  παρέκκλιση
EL
Κάτι που παρεκκλίνει από το φυσιολογικό, τη νόρμα, το στάνταρ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάτι που παρεκκλίνει από το φυσιολογικό, τη νόρμα, το στάνταρ Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet