bn:00079699n
Noun Concept
Categories: Υφάσματα
EL
βελούδο
EL
Είδος πολυτελούς υφάσματος από βαμβάκι, μετάξι ή μαλλί, με παχύ στιλπνό πέλος Greek Open Multilingual WordNet
English:
fabric
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος πολυτελούς υφάσματος από βαμβάκι, μετάξι ή μαλλί, με παχύ στιλπνό πέλος Greek Open Multilingual WordNet
Το βελούδο είναι τύπος υφάσματος το οποίο έχει από τη μία πλευρά χνουδωτή επιφάνεια, στην οποία βρίσκονται μικρές ισοϋψείς όρθιες ίνες, με αποτέλεσμα να έχει απαλή αίσθηση κατά την αφή. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations