bn:00079896n
Noun Concept
EL
οδογέφυρα  κοιλαδογέφυρα  γέφυρες  οδογέφυρα σιδηροδρόμων
EL
Η γέφυρα που είναι κατασκευασμένη πάνω από εδαφικό κοίλωμα και η οποία εξασφαλίζει την κίνηση πεζών και οχημάτων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources