bn:00080076n
Noun Concept
EL
αντίκα
EL
Παλαιό (αλλά όχι αρχαίο) αντικείμενο με καλλιτεχνική ή και εμπορική αξία (συνήθως έπιπλο, διακοσμητικό αντικείμενο, αυτοκίνητο κ.λπ.) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Παλαιό (αλλά όχι αρχαίο) αντικείμενο με καλλιτεχνική ή και εμπορική αξία (συνήθως έπιπλο, διακοσμητικό αντικείμενο, αυτοκίνητο κ.λπ.) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet