bn:00080211n
Noun Concept
Categories: Ηφαιστειολογία, Τεκτονική, Ηφαίστεια
EL
ηφαίστειο  Ανενεργό ηφαίστειο  Ενεργό ηφαίστειο  σβησμένο ηφαίστειο  Νεκρό ηφαίστειο
EL
Βουνό που δημιουργείται από ηφαιστειακό υλικό, δηλαδή από λιωμένα πετρώματα που βγαίνουν μέσα από τα βάθη της γης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Βουνό που δημιουργείται από ηφαιστειακό υλικό, δηλαδή από λιωμένα πετρώματα που βγαίνουν μέσα από τα βάθη της γης Greek Open Multilingual WordNet
Ηφαίστειο είναι η ανοιχτή δίοδος από το εσωτερικό της Γης που επιτρέπει την εκροή ή έκρηξη ρευστών πετρωμάτων και αερίων από το εσωτερικό στην επιφάνεια του στερεού φλοιoύ με τη μορφή λάβας. Wikipedia
ρήγμα του στερεού φλοιού ενός πλανήτη, από το οποίο εξέρχονται κατά καιρούς σε διάπυρη κατάσταση υλικά, με στερεή, υγρή ή αέρια μορφή Wikidata