bn:00080228n
Noun Concept
Categories: Συσκευές εργαστηρίου, Όργανα μέτρησης
EL
βολτόμετρο
EL
(φυσ) όργανο μετρήσεως ηλεκτρικής τάσης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources