bn:00080288n
Noun Concept
Categories: Ανθρώπινο γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα
EL
αιδοίο  μουνί  αιδοίο θήλεος  αιδοίου
EL
Το εξωτερικό τμήμα των γεννητικών οργάνων της γυναίκας, το οποίο εμφανίζει ένα ζεύγος μεγάλων χειλέων, κάποιες δερματικές πτυχώσεις καλυμμένες από τρίχωμα, καθώς και ένα ζεύγος μικρών χειλέων. Στις γυναίκες που είναι παρθένες υπάρχει, μία μεμβρανώδης πτύχωση που αποκλείει μερικώς την είσοδο στο στόμιο του κόλπου. Στο ανώτερο τμήμα του αιδοίου βρίσκονται μία στυτική δομή, η κλειτορίδα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το εξωτερικό τμήμα των γεννητικών οργάνων της γυναίκας, το οποίο εμφανίζει ένα ζεύγος μεγάλων χειλέων, κάποιες δερματικές πτυχώσεις καλυμμένες από τρίχωμα, καθώς και ένα ζεύγος μικρών χειλέων. Στις γυναίκες που είναι παρθένες υπάρχει, μία μεμβρανώδης πτύχωση που αποκλείει μερικώς την είσοδο στο στόμιο του κόλπου. Στο ανώτερο τμήμα του αιδοίου βρίσκονται μία στυτική δομή, η κλειτορίδα Greek Open Multilingual WordNet
Το αιδοίο αποτελείται από τα εξωτερικά γεννητικά όργανα της γυναίκας. Wikipedia
Σύνολο των εξωτερικών αναπαραγωγικών οργάνων της γυναίκας και άλλων θηλυκών θηλαστικών Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations