bn:00080668n
Noun Concept
EL
καρπούζι
EL
Ο καρπός της καρπουζιάς, χυμώδης σφαιρικός ή ελλειψοειδής καρπός στο μέγεθος περίπου του ανθρώπινου κεφαλιού με πράσινη λεία, χοντρή φλούδα, κόκκινη υδαρή, δροσερή και γλυκιά ψίχα και μαύρους σπόρους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο καρπός της καρπουζιάς, χυμώδης σφαιρικός ή ελλειψοειδής καρπός στο μέγεθος περίπου του ανθρώπινου κεφαλιού με πράσινη λεία, χοντρή φλούδα, κόκκινη υδαρή, δροσερή και γλυκιά ψίχα και μαύρους σπόρους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet