bn:00080746n
Noun Concept
Categories: Πλούτος
EL
πλούτος  ευπορία  πλούσιος  πλουτολογία  πλούτη
EL
Η κατάσταση του να είσαι πλούσιος, το να έχεις πολλά υλικά αγαθά και χρήματα Greek Open Multilingual WordNet
English:
economics
Definitions
Relations
Sources
EL
Η κατάσταση του να είσαι πλούσιος, το να έχεις πολλά υλικά αγαθά και χρήματα Greek Open Multilingual WordNet
Γενικά στη καθημερινή φρασεολογία η λέξη πλούτος αποδίδεται με τη σημασία της αφθονίας αποκτημάτων, αγαθών, ανεξάρτητα αν τα αποκτήματα περί των οποίων γίνεται ο λόγος είναι ή δεν είναι άφθονα, καθώς και αν είναι υλικά ή άυλα Wikipedia
Ως οικονομικός όρος επί αφθονίας αγαθών. Wikipedia Disambiguation
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations