bn:00081292n
Noun Concept
EL
παράθυρο
EL
(πληροφ.) ο ορθογώνιος χώρος στην οθόνη, όπου εμφανίζεται μέρος αρχείου ή εικόνας Greek Open Multilingual WordNet
English:
computing
computer
Definitions
Relations
Sources
EL
(πληροφ.) ο ορθογώνιος χώρος στην οθόνη, όπου εμφανίζεται μέρος αρχείου ή εικόνας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Translations