bn:00081336n
Noun Concept
EL
φτερό  πτέρυγα  πτέρυξ  φτερούγα  hindwing
EL
Ευκίνητο μέλος του σώματος των πουλιών (τα άνω άκρα καταλλήλως διαμορφωμένα), που χρησιμεύει για το πέταγμά τους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources