bn:00081386n
Noun Concept
EL
σύρμα  συρματόπλεγμα
EL
Εύκαμπτη, μεταλλική, νηματοειδής ράβδος με πολύ μικρή διατομή και με απροσδιόριστο μήκος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources