bn:00081593n
Noun Concept
EL
εργάτης
EL
Αυτός που προσφέρει μισθωτή, κυρίως χειρωνακτική εργασία και αμείβεται συνήθως με ημερομίσθιο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που προσφέρει μισθωτή, κυρίως χειρωνακτική εργασία και αμείβεται συνήθως με ημερομίσθιο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet