bn:00081701n
Noun Concept
EL
μανικέτι ενδύματος
EL
Πρόσθετο κομμάτι από ύφασμα στην άκρη του μανικιού, μανσέτα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Πρόσθετο κομμάτι από ύφασμα στην άκρη του μανικιού, μανσέτα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet