bn:00081950n
Noun Concept
EL
άνθρωπος  young buck  νεαρός άνδρας
EL
(μετά από ουσ. και επίθ.) για επίταση της σημασίας τους π .χ. νοικοκύρης άνθρωπος, νέος άνθρωπος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(μετά από ουσ. και επίθ.) για επίταση της σημασίας τους π .χ. νοικοκύρης άνθρωπος, νέος άνθρωπος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations