bn:00082131v
Verb Concept
EL
απάγω
EL
Αρπάζω κάποιον βίαια συνήθως με σκοπό να εκβιάσω τους συγγενείς του για χρήματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αρπάζω κάποιον βίαια συνήθως με σκοπό να εκβιάσω τους συγγενείς του για χρήματα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary