bn:00082202v
Verb Concept
EL
αναλαμβάνω  ξεχρεώνω
EL
Αναλαμβάνω τα έξοδα ή τα χρέη κάποιου απαλλάσσω κάποιον από τα χρέη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αναλαμβάνω τα έξοδα ή τα χρέη κάποιου απαλλάσσω κάποιον από τα χρέη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet