bn:00082226v
Verb Concept
EL
κατορθώνω  φτάνω  επίτευξη  επιτευχθεί  καταλήξει
EL
Με προσπάθεια και κόπο πετυχαίνω να πραγματοποιήσω ή να ολοκληρώσω κάτι πολύ δύσκολο, κάτι που το έχω θέσει ως στόχο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Με προσπάθεια και κόπο πετυχαίνω να πραγματοποιήσω ή να ολοκληρώσω κάτι πολύ δύσκολο, κάτι που το έχω θέσει ως στόχο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary