bn:00082283v
Verb Concept
EL
αθωώνω  απαλλάσσω
EL
Κρίνω ότι κάποιος είναι αθώος σχετικά με ορισμένη κατηγορία σε δικαστήριο και τον απαλλάσσω από αυτή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κρίνω ότι κάποιος είναι αθώος σχετικά με ορισμένη κατηγορία σε δικαστήριο και τον απαλλάσσω από αυτή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet