bn:00082311v
Verb Concept
EL
εκπληρώνω  πραγματοποιώ  τεκμηριώνω  υλοποιώ
EL
Κάνω κάτι που υπάρχει ως σκέψη, πρόταση, θεωρία να αποκτήσει υλική υπόσταση, να πραγματοποιηθεί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάτι που υπάρχει ως σκέψη, πρόταση, θεωρία να αποκτήσει υλική υπόσταση, να πραγματοποιηθεί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary