bn:00082316v
Verb Concept
EL
προσαρμόζομαι  προσαρμοστεί
EL
Αλλάζω ώστε να είμαι εναρμονισμένος με νέες ή διαφορετικές συνθήκες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αλλάζω ώστε να είμαι εναρμονισμένος με νέες ή διαφορετικές συνθήκες Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations