bn:00082317v
Verb Concept
EL
προσθέτω
EL
Βάζω κάτι επιπλέον σε κάτι που ήδη υπάρχει και το αυξάνω, το συμπληρώνω, το επεκτείνω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Βάζω κάτι επιπλέον σε κάτι που ήδη υπάρχει και το αυξάνω, το συμπληρώνω, το επεκτείνω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet