bn:00082353v
Verb Concept
EL
δικάζω
EL
Κρίνω κάποιον ή κάτι ως δικαστής, αποφασίζω για την ενοχή ή για την αθωότητα κάποιου, για το δίκαιο ή όχι μιας απαίτησης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κρίνω κάποιον ή κάτι ως δικαστής, αποφασίζω για την ενοχή ή για την αθωότητα κάποιου, για το δίκαιο ή όχι μιας απαίτησης Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet