bn:00082386v
Verb Concept
EL
διακοσμώ  καλλωπίζω  στολίζω
EL
Βελτιώνω την εμφάνιση, κάνω αισθητικά ευχάριστο και ελκυστικό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Βελτιώνω την εμφάνιση, κάνω αισθητικά ευχάριστο και ελκυστικό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary