bn:00082397v
Verb Concept
EL
ενθαρρύνω  προάγω  προωθώ  ενθαρρύνει
EL
Ωθώ προς τα εμπρός, προωθώ ή συμβάλλω στην ανάπτυξη συγκεκριμένης δραστηριότητας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ωθώ προς τα εμπρός, προωθώ ή συμβάλλω στην ανάπτυξη συγκεκριμένης δραστηριότητας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations