bn:00082408v
Verb Concept
EL
διακινδυνεύω  ρισκάρω  ριψοκινδυνεύω  στοιχηματίζω  τολμώ
EL
Αποτολμώ κάτι με σκοπό να εξασφαλίσω ευνοικά αποτελέσματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links