bn:00082445v
Verb Concept
EL
αναδασώνω  δεντροφυτεύω
EL
Φυτεύω δέντρα, καλύπτω με δέντρα μια περιοχή, αναδασώνω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Φυτεύω δέντρα, καλύπτω με δέντρα μια περιοχή, αναδασώνω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet