bn:00082481v
Verb Concept
EL
βοηθώ  συντρέχω  βοηθάω  βοηθήσει
EL
Παρέχω, προσφέρω βοήθεια, συνδρομή (υλική, ηθική κτλ.) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links