bn:00082482v
Verb Concept
EL
βοηθώ  παρέχω βοήθεια  βοηθήσει
EL
Βελτιώνω την κατάσταση, παρέχω βοήθεια σε κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Βελτιώνω την κατάσταση, παρέχω βοήθεια σε κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations