bn:00082526v
Verb Concept
EL
σβήνω  καταπραΰνω  ξεδιψώ
EL
Ελαττώνω την ένταση, τη δύναμη, την ορμή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ελαττώνω την ένταση, τη δύναμη, την ορμή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary