bn:00082536v
Verb Concept
EL
εγκρίνω  επιτρέπω  επιτρέπουν  επιτρέψει
EL
Δίνω σε κάποιον την άδεια, τη δυνατότητα να κάνει ή να πει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Δίνω σε κάποιον την άδεια, τη δυνατότητα να κάνει ή να πει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations