bn:00082540v
Verb Concept
EL
δέχομαι  επιτρέπω  παίρνω  σηκώνω
EL
Επιδέχομαι, αφήνω περιθώριο για κάτι, δίνω τη δυνατότητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Επιδέχομαι, αφήνω περιθώριο για κάτι, δίνω τη δυνατότητα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet