bn:00082668v
Verb Concept
EL
προφητεύω  προβλέπω  προλέγω  προμαντεύω
EL
Διακρίνω, νιώθω, μαντεύω κάτι πριν να συμβεί, με βάση κάποια στοιχεία ή κάποιο προαίσθημα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Διακρίνω, νιώθω, μαντεύω κάτι πριν να συμβεί, με βάση κάποια στοιχεία ή κάποιο προαίσθημα Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary